Ο «αυτισμός» εισήχθη ιστορικά σα λέξη το 1911 από τον Bleuler (Συνοδινού, 1994). Υπήρξαν ωστόσο, πάμπολλες διαφωνίες στον επιστημονικό κόσμο για τον ακριβή ορισμό του αυτισμού (Wing, 2000). Για το λόγο αυτό η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (American Psychiatric Assosiation, 2001) εξέδωσε συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε να υπάρχει ένας ευρέως αποδεκτός ορισμός, τα οποία και αναγράφονται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Νοητικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, DSM-IV). Σύμφωνα λοιπόν, με το παραπάνω εγχειρίδιο, ο αυτισμός αποτελεί αποδεδειγμένα ένα περίπλοκο φάσμα διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών (Καλύβα, 2005). Οι διάχυτες αυτές αναπτυξιακές διαταραχές χαρακτηρίζονται από σοβαρές βλάβες σε διάφορους αναπτυξιακούς τομείς του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα στις επικοινωνιακές δεξιότητες και στην κοινωνική αλληλεπίδραση ή στην στερεοτυπική συμπεριφορά (Καλύβα, 2005). Ορισμένες ενδείξεις αυτισμού είναι σύμφωνα με τον Lewis (2013), η στερεοτυπία, η παθολογική συμπεριφορά, η ομοιότητα, η τελεολογική συμπεριφορά, η περιορισμένη συμπεριφορά και ο αυτοτραυματισμός.
Ο αυτισμός εμφανίζεται ως μια νευρολογική διαταραχή πριν τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού (Γενά, 2002), η οποία επιδρά στη λειτουργία του εγκεφάλου, ενώ η συμπτωματολογία του περιλαμβάνει δυσκολία στην επικοινωνία, το παιχνίδι, τις κοινωνικές δεξιότητες καθώς και στην ανταπόκριση του παιδιού προς τις εισερχόμενες αισθητηριακές πληροφορίες (Statkiewicz-Gayhardt et al., 2001). Ευλόγως έχει χαρακτηριστεί ως «διαταραχή φάσματος» (spectrum disorder), διότι η κλινική εικόνα του αυτισμού δεν παρουσιάζει καμία ομοιογένεια, αντιθέτως κυμαίνεται από ήπιες έως βαρύτερες μορφές, ήτοι από φυσιολογική νοημοσύνη με ελαφρά αυτιστικά στοιχεία έως βαριά νοητική υστέρηση με πολλαπλά στοιχεία αυτισμού (Καλύβα, 2005). Εξαιτίας, λοιπόν, του διαφορετικού βαθμού έξαρσης του συνδρόμου, αλλά και ανάλογα με το πόσο ποιοτική ή μη είναι η υποστηρικτική βοήθεια του περίγυρου, παρά τα κοινά γνωρίσματα των παιδιών με αυτισμό, παρουσιάζονται μεγάλες ατομικές διαφορές (Κυπριωτάκης, 2009).
Στη βρεφική ηλικία το μωρό που παρουσιάζει αυτιστική συμπεριφορά δείχνει αδιαφορία ή έντονη δυσφορία στο χάιδεμα ή και στη μητέρα την ίδια, δεν είναι ικανό να μιμηθεί εκφράσεις ή κινήσεις του ατόμου που το φροντίζει ή να συμμετέχει σε «προγλωσσικές συζητήσεις» (Νότας, 2005). Από την άλλη, στα αυτιστικά παιδιά η ικανότητα αντίληψης του χώρου εμφανίζεται μεταξύ 12ου και 24ου μήνα κι όχι στους 2 πρώτους μήνες, όπως στα παιδιά τυπικής ανάπτυξης (Κυπριωτάκης, 2009). Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης παρατηρείται καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου (Travis/ Sigman, 2001).
Όσον αφορά τις φυσικές του λειτουργίες και τη σωματική ανάπτυξη σε ορισμένες περιπτώσεις ένα αυτιστικό παιδί μπορεί να παρουσιάσει ελλιπή σωματική ανάπτυξη ή ασυνήθιστη συμμετρία στο πρόσωπο (Νότας, 2005). Ακόμα, μπορεί είτε να τρώει επιλεκτικά είτε υπερβολικά με αποτέλεσμα τον μηρυκασμό και τον εμετό. Επίσης, ο ύπνος του είναι ακανόνιστος και ελλιπής και δε νιώθει ναυτία όταν στριφογυρίζει (Νότας, 2005). Επίσης, φαίνεται ότι απουσιάζει τελείως το δραματικό παιχνίδι από τα αυτιστικά άτομα (Jordan, Powel, 2001).
Η εκπαιδευτική παρέμβαση σε αυτιστικά παιδιά θα πρέπει να βασίζεται σ’ ένα έντονα εξατομικευμένο πρόγραμμα, σε εποπτικά μέσα και κυρίως, σταθερότητα. Ο λόγος είναι πως εξαιτίας της ποικιλίας των ατομικών μαθησιακών αναγκών, αντιστοίχως θα πρέπει και τα παιδιά αυτά να υφίστανται και πολλές διαφορετικές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις (Γκονέλα, 2006, σελ.25). Πρόσθετα, είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμισθεί η ατομικότητα κάθε αυτιστικού παιδιού, καθώς κανένα αυτιστικό άτομο δεν είναι ίδιο (Κυπριωτάκης, 2009). Ο νέος και επικρατέστερος όρος «Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος» (Wing, 1996) σηματοδοτεί μία πληθώρα διαταραχών, μια ποικιλία και ιδιαιτερότητα στα γνωρίσματα του κάθε αυτιστικού ατόμου με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μία εκπαιδευτική παρέμβαση που να ταιριάζει σε όλους. Συμπερασματικά, ένα ατομικό σχέδιο παρέμβασης είναι το πιο κατάλληλο, ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες του εκάστοτε αυτιστικού παιδιού και να το στηρίζει ουσιαστικά.
Αργυρώ Σιτέ
Ειδική Παιδαγωγός MSc
Βιβλιογραφία
- ? American Psychiatric Association. (2001) Diagnostic and Statistical Manual (5th ed.). Washington, DC: APA.
- ? DSM-IV. Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (2013). American Psychiatric Association.
- ? Lewis, J. (2013). «Autism: Disease, Disorder or choice? Withdrawal, loneliness, magic.»
- ? Powell S. and Jordan R. (2001). Αυτισμός και μάθηση: ένας οδηγός καλής πρακτικής. Μετάφραση: Γιώργος Καλομοίρης. Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων. Αθήνα, 2001.
- ? Statkiewicz – Gayhardt, V., Peerenboom, B., Cambell, R. N. (2001). ∆ιασχίζοντας τις γέφυρες- Η γονεϊκή προοπτική στην αντιμετώπιση ενός παιδιού αφού έχει διαγνωστεί με Αυτισμό/ ∆ιάχυτη Αναπτυξιακή ∆ιαταραχή. Αθήνα: ΕΕΠΑΑ.
- ? Wing, L. (2000). Το αυτιστικό φάσμα. Ένας οδηγός για γονείς και επαγγελματίες. Αθήνα: Ελληνική Εταιρία Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων.
- ? Γενά, Α. (2002). Αυτισμός και Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές: Εφαρμογές ενός θεραπευτικού και παιδαγωγικού μοντέλου. Αθήνα: Γενά
- ? Γκονέλα, Ε. (2006). Αυτισμός. Αίνιγμα και πραγματικότητα: Από τη θεωρητική προσέγγιση στην εκπαιδευτική παρέμβαση: Για γονείς εκπαιδευτικούς γενικής και ειδικής αγωγής και νηπιαγωγούς. Αθήνα: Οδυσσέας.
- ? Καλύβα, Ε., (2005). Αυτισμός. Εκπαιδευτικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
- ? Κυπριωτάκης, Α. Β. (2009). Τα αυτιστικά παιδιά και η αγωγή τους. 4η εκδ. Ηράκλειο: Κυπριωτάκη Φαίδρα.
- ? Νότας, Σ. (2005). Το φάσμα του αυτισμού. Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές. Ένας οδηγός για την οικογένεια. Λάρισα: Έκδόσεις Έλλα.
- ? Συνοδινού, Κ. (1994). Παιδικός αυτισμός. Θεραπευτική προσέγγιση. Αθήνα: Πύλη.